έλιξ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(11)
(No difference)

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἕλιξ, ο, η (Α)
1. στριμμένος ελικοειδώς
2. (για βόδι) αυτός που έχει στριφτά κέρατα ή ο ειλίπους
3. το αρσ. ως ουσ. ἕλιξ
το βόδι
4. το θηλ. ως ουσ. ἕλιξ
βλ. έλικας.