έλιξ: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(11) |
(No difference)
|
(11) |
(No difference)
|
ἕλιξ, ο, η (Α)
1. στριμμένος ελικοειδώς
2. (για βόδι) αυτός που έχει στριφτά κέρατα ή ο ειλίπους
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕλιξ
το βόδι
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἕλιξ
βλ. έλικας.