έλικας

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η
Α και εἷλιξ, η)
1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή
2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι
3. το σχήμα με τις συστροφές του όστρακου του κοχλία
4. οι συστροφές τών εντέρων
5. νηματοειδές τμήμα του βλαστού με το οποίο στηρίζονται και αναρριχώνται τα αναρριχητικά φυτά
6. οι προεξέχουσες πτυχές της επιφάνειας του εγκεφάλου
7. το σπειροειδές κόσμημα του ιωνικού κιονόκρανου
8. σπείρα κουλουριασμένου φιδιού
νεοελλ.
1. συσκευή προώθησης με κινητήρα σε πλοία, αεροπλάνα κ.λπ.
2. γεωμετρική καμπύλη σπειροειδώς περιτυλιγμένη σε επίπεδο ή στον χώρο
αρχ.
1. συστροφή, δίνη
2. σταφύλι
3. βόστρυχος, μπούκλα
4. υδραυλική μηχανή για άντληση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το αρχ. έλιξ < Fελ- (πρβλ. ειλέω, ειλύω), από ΙΕ ρίζα wel- «σύρω, φυσώ, κυλώ» + επίθημα -ικ- (πρβλ. ήλιξ, δέλφιξ, χόλιξ). Η λ. έλιξ χρησιμοποιήθηκε και ως επίθετο.
ΠΑΡ. ελίσσω
αρχ.
ειλικόεις, ελίκη, ελικίας, ελικός
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ελικοειδής, ελικοκέρατος
αρχ.
ελικάμπυξ, ελικάστερος, ελικογραφώ, ελικοπέταλος, ελίκωψ
μσν.- νεοελλ.
ελικοφόρος
νεοελλ.
ελικαυγής, ελικοβλέφαρος, ελικοβόστρυχος, ελικοδρόμος, ελικόκερκος, ελικοκίνητος, ελικόμορφος, ελικόπτερο, ελικόρρους, ελικοστέφανος, ελικόστημα, ελικοστρεφής, ελικοτόμος, ελικοτρύπανο. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφιέλισσα, ανθέλιξ, δαιέλιξ, τετραέλιξ, τριέλιξ.