ἔνδεσμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(big3_14)
(11)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[atado]], [[atadijo]] ἐνδέσματι ... χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας Dsc.2.114.3, cf. 126.4.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[atado]], [[atadijo]] ἐνδέσματι ... χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας Dsc.2.114.3, cf. 126.4.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἔνδεσμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δέσμη]], [[ορμαθός]]<br /><b>αρχ.</b><br />περίαπτον, [[φυλαχτό]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνδεσμα Medium diacritics: ἔνδεσμα Low diacritics: ένδεσμα Capitals: ΕΝΔΕΣΜΑ
Transliteration A: éndesma Transliteration B: endesma Transliteration C: endesma Beta Code: e)/ndesma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A amulet, Dsc.2.114.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδεσμα: τό περίαμμα, περίαπτον, «καὶ ἐνδέσματι δὲ τινες χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας, περιάπτοντες τῷ τραχήλῳ» Διοσκ. 2. 140 περὶ τὸ τέλος· - πρβλ. ἔνδεμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
atado, atadijo ἐνδέσματι ... χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας Dsc.2.114.3, cf. 126.4.

Greek Monolingual

το (Α ἔνδεσμα)
νεοελλ.
δέσμη, ορμαθός
αρχ.
περίαπτον, φυλαχτό.