ἐνστίζω: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_23) |
(12) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνστίζω''': κεντῶ, ἐν τῷ παθ., ἐν μέσῳ αὐτῶν (τῶν παραπετασμάτων) ἅρμα ἐλαύνων ὁ Νέρων ἐνέστικτο Δίων Κ. 63. 6. | |lstext='''ἐνστίζω''': κεντῶ, ἐν τῷ παθ., ἐν μέσῳ αὐτῶν (τῶν παραπετασμάτων) ἅρμα ἐλαύνων ὁ Νέρων ἐνέστικτο Δίων Κ. 63. 6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[bordar en]] en v. pas. ἐν μέσῳ αὐτῶν [[ἅρμα]] ἐλαύνων ὁ Νέρων ἐνέστικτο D.C.63.6.2, πρὸς τῶν ἐνεστιγμένων τῇ ... ταινίᾳ Hld.8.11.9.<br /><b class="num">2</b> [[tatuar en]] en v. pas. οὐκ ἥλιον ἔχοντες ἐνεστιγμένον τῷ σώματι Chrys.M.60.464.<br /><b class="num">3</b> [[imprimir en]], [[grabar en]] φάλαρα, οἷς ἐνστίζουσι καὶ τοῦ ἀργυρίου τὴν καθαρότητα Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.83.15. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[ἐνστίζομαι]]) [[στίζω]]<br />[[κάνω]] στίγματα σε μια [[επιφάνεια]], [[κεντώ]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:09, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 853] (s. στίζω), einstechen, einsticken, D. Cass. 63, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνστίζω: κεντῶ, ἐν τῷ παθ., ἐν μέσῳ αὐτῶν (τῶν παραπετασμάτων) ἅρμα ἐλαύνων ὁ Νέρων ἐνέστικτο Δίων Κ. 63. 6.
Spanish (DGE)
1 bordar en en v. pas. ἐν μέσῳ αὐτῶν ἅρμα ἐλαύνων ὁ Νέρων ἐνέστικτο D.C.63.6.2, πρὸς τῶν ἐνεστιγμένων τῇ ... ταινίᾳ Hld.8.11.9.
2 tatuar en en v. pas. οὐκ ἥλιον ἔχοντες ἐνεστιγμένον τῷ σώματι Chrys.M.60.464.
3 imprimir en, grabar en φάλαρα, οἷς ἐνστίζουσι καὶ τοῦ ἀργυρίου τὴν καθαρότητα Gr.Nyss.Hom.in Cant.83.15.
Greek Monolingual
(Α ἐνστίζομαι) στίζω
κάνω στίγματα σε μια επιφάνεια, κεντώ.