ἐξανακτίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(big3_15) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[reconstruir]] πόλιν Tz.<i>H</i>.13.1. | |dgtxt=[[reconstruir]] πόλιν Tz.<i>H</i>.13.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ξανακτίζω (Μ [[ἐξανακτίζω]])<br />[[κτίζω]] εκ νέου, [[οικοδομώ]] και [[πάλι]], [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] («τὴν πόλιν ἐξανακτίσας», Τζέτζ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
A rebuild, πόλιν Tz.H.13.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανακτίζω: κτίζω ἐκ νέου, «’ξανακτίζω», τὴν Σαμαρέων πόλιν ἐξανακτίσας Τζέτζ. Ἱστ. 13. 7.
Spanish (DGE)
reconstruir πόλιν Tz.H.13.1.
Greek Monolingual
και ξανακτίζω (Μ ἐξανακτίζω)
κτίζω εκ νέου, οικοδομώ και πάλι, κατασκευάζω κάτι («τὴν πόλιν ἐξανακτίσας», Τζέτζ.).