εξαράσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
(12)
(No difference)

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἐξαράσσω και αττ. τ. έξαράττω (Α)
1. συντρίβω, σπάζω («ἐκ δὲ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτί τρόπιν»)
2. διαρρηγνύω, σχίζω βίαια
3. βρίζω κάποιον («εὐθὺς ἐξαράττω πολλοῑς κακοῑς καἰσχροῖσι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αράσσω «συντρίβω»].