διαρρηγνύω

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Spanish (DGE)

desgarrar, romper τὰ δίκτυα ταῖς τῶν ὀνύχων ἀκμαῖς Opp.H.Par.23.29.

Greek Monolingual

(AM διαρρηγνύω και διαρρήγνυμι)
1. παραβιάζω, ανοίγω δια της βίας, κάνω διάρρηξη
2. σπάζω, θρυμματίζω, θραύω σε όλη την έκταση του
3. φρ. «διέρρηξε τα ιμάτιά του» — διαμαρτυρήθηκε έντονα διακηρύσσοντας την αθωότητά του
4. διακόπτω (αρραβώνα, σχέσεις κ.λπ.).