ἐξευτελιστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(6_19)
(12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξευτελιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐξευτελίζων, ὡς καὶ νῦν, Φιλόδ. π. κακ. XXIV. 6, ἔκδ. Sauppe.
|lstext='''ἐξευτελιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐξευτελίζων, ὡς καὶ νῦν, Φιλόδ. π. κακ. XXIV. 6, ἔκδ. Sauppe.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐξευτελιστής]]) [[εξευτελίζω]]<br />αυτός που υποβάλλει κάποιον σε εξευτελισμούς.
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξευτελιστής Medium diacritics: ἐξευτελιστής Low diacritics: εξευτελιστής Capitals: ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: exeutelistḗs Transliteration B: exeutelistēs Transliteration C: ekseftelistis Beta Code: e)ceutelisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A disparager, τῶν ἄλλων ἀνθρώπων Phld.Vit.p.14J., cf. p.42J.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξευτελιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξευτελίζων, ὡς καὶ νῦν, Φιλόδ. π. κακ. XXIV. 6, ἔκδ. Sauppe.

Greek Monolingual

ο (AM ἐξευτελιστής) εξευτελίζω
αυτός που υποβάλλει κάποιον σε εξευτελισμούς.