ἐπίπασμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(6_22)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίπασμα''': τό, τὸ ἐπιπασσόμενον ἐπί τινος, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 15. 114 (κοινῶς [[ἐπίπαμμα]]).
|lstext='''ἐπίπασμα''': τό, τὸ ἐπιπασσόμενον ἐπί τινος, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 15. 114 (κοινῶς [[ἐπίπαμμα]]).
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐπίπασμα]]) [[επιπάσσω]]<br />ό,τι πασπαλίζεται [[πάνω]] σε [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπασμα Medium diacritics: ἐπίπασμα Low diacritics: επίπασμα Capitals: ΕΠΙΠΑΣΜΑ
Transliteration A: epípasma Transliteration B: epipasma Transliteration C: epipasma Beta Code: e)pi/pasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A powder for sprinkling, ῥοός Aret.CA2.2; ἄρτων Sch.Theoc.15.114, cf. Alex.Trall.Febr.3.

German (Pape)

[Seite 968] τό, das Daraufgestreu'te, Sp.; so auch Schol. Theocr. 15, 114 für ἐπίπαμμα zu schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπασμα: τό, τὸ ἐπιπασσόμενον ἐπί τινος, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 15. 114 (κοινῶς ἐπίπαμμα).

Greek Monolingual

το (Α ἐπίπασμα) επιπάσσω
ό,τι πασπαλίζεται πάνω σε κάτι.