επίστροφος: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(13) |
(No difference)
|
Revision as of 07:12, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἐπίστροφος, -ον (Α)
1. αυτός που συναναστρέφεται, που έχει δοσοληψίες με άλλους («ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι («τὸν δ’ ἐπίστροφον τῶνδε φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῑ», Αισχύλ.)
3. στριφτός, γυριστός («ἐπίστροφοι εἰσὶ κέλευθοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στροφος < στρέφω.