ἐπολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_13a)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπολισθάνω''': μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ἐπί τινος, ἐπὶ πλοίου καθελκυομένου εἰς τὴν θάλασσαν, ἄρτι δὲ δουρατέοισιν ἐπωλίσθησε κυλίνδροις ὁλκὰς ἀπ’ ἠϊόνων ἐς βυθὸν ἑλκομένη Ἀνθ. Π. 10. 15· μεταφ., μήτ’ ἐπολισθήσω μείζοσιν ἀμπλακίαις [[αὐτόθι]] 5. 278.
|lstext='''ἐπολισθάνω''': μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ἐπί τινος, ἐπὶ πλοίου καθελκυομένου εἰς τὴν θάλασσαν, ἄρτι δὲ δουρατέοισιν ἐπωλίσθησε κυλίνδροις ὁλκὰς ἀπ’ ἠϊόνων ἐς βυθὸν ἑλκομένη Ἀνθ. Π. 10. 15· μεταφ., μήτ’ ἐπολισθήσω μείζοσιν ἀμπλακίαις [[αὐτόθι]] 5. 278.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπολισθάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γλιστρώ]]<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] σε [[λάθος]], σε [[παράπτωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ολισθάνω]] «[[γλιστρώ]]»].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπολισθάνω Medium diacritics: ἐπολισθάνω Low diacritics: επολισθάνω Capitals: ΕΠΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: epolisthánō Transliteration B: epolisthanō Transliteration C: epolisthano Beta Code: e)polisqa/nw

English (LSJ)

   A slip or glide upon, [σανίσιν] J.BJ3.7.29 ; κυλίνδροις ἐς βυθόν AP10.15.3 (Paul. Sil.) : metaph., ἐ. ἀμπλακίαις ib.5.277 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπολισθάνω: μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ἐπί τινος, ἐπὶ πλοίου καθελκυομένου εἰς τὴν θάλασσαν, ἄρτι δὲ δουρατέοισιν ἐπωλίσθησε κυλίνδροις ὁλκὰς ἀπ’ ἠϊόνων ἐς βυθὸν ἑλκομένη Ἀνθ. Π. 10. 15· μεταφ., μήτ’ ἐπολισθήσω μείζοσιν ἀμπλακίαις αὐτόθι 5. 278.

Greek Monolingual

ἐπολισθάνω (Α)
1. γλιστρώ
2. πέφτω σε λάθος, σε παράπτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ολισθάνω «γλιστρώ»].