ἐποχλεύς: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
(6_8) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐποχλεύς''': έως, ὁ, = [[τροχοπέδη]], δηλ. τὸ [[ὄργανον]] δι’ οὗ κωλύουσι τὸν τροχὸν νὰ στρέφηται εἰς κατάντεις τόπους, Σιμάριστος παρ’ Ἀθην. 99C, [[ἔνθα]] ὁ Casaub. διορθοῖ [[ἐποχεύς]], καὶ τὴν διόρθωσιν ταύτην παρεδέξατο ὁ Meineke. | |lstext='''ἐποχλεύς''': έως, ὁ, = [[τροχοπέδη]], δηλ. τὸ [[ὄργανον]] δι’ οὗ κωλύουσι τὸν τροχὸν νὰ στρέφηται εἰς κατάντεις τόπους, Σιμάριστος παρ’ Ἀθην. 99C, [[ἔνθα]] ὁ Casaub. διορθοῖ [[ἐποχεύς]], καὶ τὴν διόρθωσιν ταύτην παρεδέξατο ὁ Meineke. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐποχλεύς]], ὁ (Μ)<br />ο [[εποχέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για λανθασμένο τ. του <i>επ</i>-[[οχεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[επέχω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A brake, sprag, = τροχοπέδη, prob. f.l. for ἐποχεύς, Simarist. ap. Ath.3.99c.
German (Pape)
[Seite 1011] ὁ, der Hemmschuh am Wagen, Ath. III, 99 c, wo Casaub. der Bdtg wegen ἐποχεύς vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποχλεύς: έως, ὁ, = τροχοπέδη, δηλ. τὸ ὄργανον δι’ οὗ κωλύουσι τὸν τροχὸν νὰ στρέφηται εἰς κατάντεις τόπους, Σιμάριστος παρ’ Ἀθην. 99C, ἔνθα ὁ Casaub. διορθοῖ ἐποχεύς, καὶ τὴν διόρθωσιν ταύτην παρεδέξατο ὁ Meineke.
Greek Monolingual
ἐποχλεύς, ὁ (Μ)
ο εποχέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για λανθασμένο τ. του επ-οχεύς (< επέχω)].