ἐρυθρόλευκος: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(6_16) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρυθρόλευκος''': -ον, ἀσπροκόκκινος, Ἡσύχ. ἐν λ. φλογόλευκον. | |lstext='''ἐρυθρόλευκος''': -ον, ἀσπροκόκκινος, Ἡσύχ. ἐν λ. φλογόλευκον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐρυθρόλευκος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου το [[χρώμα]] σε [[μερικά]] μέρη [[είναι]] κόκκινο και σε άλλα άσπρο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[χρώμα]] κόκκινο που αποκλίνει [[προς]] το άσπρο ή άσπρο που αποκλίνει [[προς]] το κόκκινο, ο ασπροκόκκινος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A reddish-white, Gal.17 (1).835, Hsch. s.v. φλογόλευκον.
German (Pape)
[Seite 1036] weißroth, Hesych. v. φλογόλευκος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθρόλευκος: -ον, ἀσπροκόκκινος, Ἡσύχ. ἐν λ. φλογόλευκον.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐρυθρόλευκος, -ον)
1. αυτός του οποίου το χρώμα σε μερικά μέρη είναι κόκκινο και σε άλλα άσπρο
2. αυτός που έχει χρώμα κόκκινο που αποκλίνει προς το άσπρο ή άσπρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο ασπροκόκκινος.