Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερυσίβη: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
(14)
(No difference)

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Greek Monolingual

και ερυσίφη, η (AM ἐρυσίβη)
μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το σιτάρι και το κριθάρι («αὐχμοὶ καὶ ἐρυσίβη», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη του τύπου αλεξί-κακος, βροντησι-κέραυνος, τερψί-μβροτος και εμφανίζει ως α’ συνθετικό θ. ερυ-σι- (πρβλ. ερυσίπελας, ερυσίσκηπτρον) που αποτελεί παρέκταση σε -σ- της ρίζας τών ερεύθω, ερυθρός (πρβλ. λατ. russus, λιθ. raũsvas, αρχ. σλαβ. rusŭ, αρχ. άνω γερμ. rost), ενώ ως β’ συνθετικό εμφανίζει σπάνιο επίθημα -βη].