εὐανάλωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐᾰνάλωτος''': -ον, εὐκόλως ἀναλισκόμενος, ἔρευναι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 4.
|lstext='''εὐᾰνάλωτος''': -ον, εὐκόλως ἀναλισκόμενος, ἔρευναι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐανάλωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που αναλίσκεται, ξοδεύεται εύκολα, ο ευκολοξόδευτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i>-<i>λωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-[[αλίσκομαι]] «ξοδεύομαι»)].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐανάλωτος Medium diacritics: εὐανάλωτος Low diacritics: ευανάλωτος Capitals: ΕΥΑΝΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: euanálōtos Transliteration B: euanalōtos Transliteration C: evanalotos Beta Code: eu)ana/lwtos

English (LSJ)

ον, dub.l. in Antyll. ap. Orib.10.2.2 (εὐανάδοτος Daremb.).

German (Pape)

[Seite 1056] leicht zu verwenden, zu verbrauchen, Arist. plant. 1 A.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾰνάλωτος: -ον, εὐκόλως ἀναλισκόμενος, ἔρευναι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 4.

Greek Monolingual

εὐανάλωτος, -ον (Α)
αυτός που αναλίσκεται, ξοδεύεται εύκολα, ο ευκολοξόδευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά-λωτος (< αν-αλίσκομαι «ξοδεύομαι»)].