εὐβρεχής: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(6_7)
(14)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐβρεχής''': -ές, [[καλῶς]] βεβρεγμένος, Νικ. Ἀλ. 298· διάφ. γραφ. εὐβραχής.
|lstext='''εὐβρεχής''': -ές, [[καλῶς]] βεβρεγμένος, Νικ. Ἀλ. 298· διάφ. γραφ. εὐβραχής.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐβρεχής]], -ές (Α)<br />ο βρεγμένος καλά.
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1058] ές, wohl benetzt, eingeweicht, Nic. Al. 298, v. l. εὐβραχής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐβρεχής: -ές, καλῶς βεβρεγμένος, Νικ. Ἀλ. 298· διάφ. γραφ. εὐβραχής.

Greek Monolingual

εὐβρεχής, -ές (Α)
ο βρεγμένος καλά.