εύθηρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(15)
(No difference)

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Greek Monolingual

εὔθηρος, -ον (Α)
1. ο τυχερός στο κυνήγιεὔθηρος ὀρνέων ἵρηξ», Βάβρ.)
2. (για τον θεό Πάνα) αυτός που παρέχει πετυχημένο κυνήγι («εὐθήρω Πανί προσευξάμενοι»)
3. ο κατάλληλος να δελεάζει το θήραμα, ο κατάλληλος για δόλωμα («καὶ ἔστιν εὔθηρα ταῡτα», Αιλ.)
4. αυτός που έχει άφθονο κυνήγι («Μυκάλη τὸ ὅρος εὔθηρον καὶ εὔδενδρον», Στράβ.)
5. το αρσ. ως ουσ. oἱ εὔθηροι
σύλλογος κυνηγών στην Πέργαμο
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔθηρον
το επιτυχημένο κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηρ «θηρίο, άγριο ζώο»].