εὔθηρος
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
εὔθηρον, (θήρα)
A lucky in hunting or successful in hunting, E.Ba. 1253; εὔθηρος ὀρνέων ἵρηξ Babr.72.21 (cj.); of Pan, AP6.185 (Zos.); εὔθηροι, οἱ, club of sportsmen at Pergamum, Ath.Mitt.33.409; εὔθηρος ἄγρη successful sport, AP6.27 (Theaet.), cf. 253 (Crin.); τὸ εὔθηρον = good sport, Ph.2.114; εὔ. κάλαμοι successful fishing-rods, AP6.89 (Maec.); successful as bait, Ael.NA12.42.
II (θήρ) abounding in game, good for hunting, ὄρος Str.14.1.12; ῥίον AP6.268 (Mnasalc.); εὔθηρος καὶ εὐίχθυς Aristid.Or.44 (17).16.
German (Pape)
[Seite 1069] 11 glücklich auf der Jagd (θήρα), Eur. Bacch. 1253; so κάλαμοι Maec. Qu. 8 (VI, 89); ἐλαφοσσοΐη Crinag. 7 (VI, 253); zur Jagd passend, dienlich, wie Lockspeise, Ael. H. A. 12, 42. – 21 (θήρ) reich an Wild, ὄρος Strab. XIV p. 636; vgl. Mnasalc. 5 (VI, 268).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 heureux à la chasse ou à la pêche;
2 qui sert à la chasse ou à la pêche (amorce, appât).
Étymologie: εὖ, θήρα.
Russian (Dvoretsky)
εὔθηρος:
1 счастливый, удачливый в охоте (παῖς Eur.);
2 бьющий без промаха, меткий (ἴρηξ Babr.; κάλαμοι Anth.);
3 изобилующий дичью (ῥίον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔθηρος: -ον, (θήρα) τυχηρὸς ἢ ἐπιτυχὴς ἐν τῇ θήρα, Εὐρ. Βάκχ. 1253· εὔθηρος (ἔφεδρος Boiss.) ὀρνέων ἵρηξ Βαβρ. 72. 21· ἐπώνυμον τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 185· εὔθηρος ἄγρη, αὐτόθι 27, πρβλ. 253· εὔθ. κάλαμοι, βέλη, μὴ ἀποτυγχάνοντα τοῦ σκοποῦ, αὐτόθι 89. 2) κατάλληλος πρὸς τὸ δελεάζειν τὸ θήραμα, Αἰλ. π. Ζ. 12. 42. ΙΙ. (θὴρ) ἔχων ἀφθονίαν κυνηγίου, ὄρος Στράβ. 636, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 268.
Greek Monolingual
εὔθηρος, -ον (Α)
1. ο τυχερός στο κυνήγι («εὔθηρος ὀρνέων ἵρηξ», Βάβρ.)
2. (για τον θεό Πάνα) αυτός που παρέχει πετυχημένο κυνήγι («εὐθήρω Πανί προσευξάμενοι»)
3. ο κατάλληλος να δελεάζει το θήραμα, ο κατάλληλος για δόλωμα («καὶ ἔστιν εὔθηρα ταῦτα», Αιλ.)
4. αυτός που έχει άφθονο κυνήγι («Μυκάλη τὸ ὅρος εὔθηρον καὶ εὔδενδρον», Στράβ.)
5. το αρσ. ως ουσ. oἱ εὔθηροι
σύλλογος κυνηγών στην Πέργαμο
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔθηρον
το επιτυχημένο κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηρ «θηρίο, άγριο ζώο»].
Greek Monotonic
εὔθηρος: -ον (θήρα),
I. τυχερός ή επιτυχημένος στο κυνήγι, σε Ευρ.· εὐθ. ἄγρη, επιτυχής θήρα, πετυχημένο κυνήγι, σε Ανθ.· εὔθ.κάλαμοι, βέλη που δεν αποτυγχάνουν, δεν χάνουν τον στόχο τους, στον ίδ.
II. (θήρ) άφθονος για κυνήγι, καλός για κυνήγι, στον ίδ.
Middle Liddell
εὔ-θηρος, ον θήρα
I. lucky or successful in the chase, Eur.; εὐθ. ἄγρη successful sport, Anth.; εὔθ. κάλαμοι unerring arrows, Anth.
II. (θήῤ abounding in game, good for hunting, Anth.