εύληρα: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(15) |
(No difference)
|
Revision as of 07:14, 29 September 2017
Greek Monolingual
εὔληρα, και δωρ. τ. αὔληρα, τὰ (Α)
ηνία («ἐν δ' αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εύληρα (δωρ. αύληρα) < ε-Fληρ-ο. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. wl-ēr (πρβλ. λατ. lōrum «ιμάντας, λουρί», αρμ. lar «δεσμός»), η οποία είναι μηδενισμένη βαθμίδα (wl-) και παρεκτεταμένη σε ēr μορφή της ρίζας wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» — πρβλ. είλω. Το ε- στη λ. είναι προθεματικό].