Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐτραπελεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
(6_5)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτρᾰπελεύομαι''': ἀποθ., εἶμαι [[εὐτράπελος]], [[ἀστεῖος]], εὐφυής, ἤ φέρομαι εὐτραπέλως, [[ἀστεΐζομαι]], εὐφυολογῶ, Πολύβ. 12. 16, 4. Διοδ. Ἐκλογ. 615. 59˙ [[οὕτως]] ὁ Δινδ. (ἀντὶ εὐτραπεζεύομαι) ἐν Εὐστ. 1053. 18.
|lstext='''εὐτρᾰπελεύομαι''': ἀποθ., εἶμαι [[εὐτράπελος]], [[ἀστεῖος]], εὐφυής, ἤ φέρομαι εὐτραπέλως, [[ἀστεΐζομαι]], εὐφυολογῶ, Πολύβ. 12. 16, 4. Διοδ. Ἐκλογ. 615. 59˙ [[οὕτως]] ὁ Δινδ. (ἀντὶ εὐτραπεζεύομαι) ἐν Εὐστ. 1053. 18.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐτραπελεύομαι]] (Α)<br />[[ευτράπελος]]<br />[[είμαι]] [[ευτράπελος]], [[είμαι]] [[αστείος]], [[αστεΐζομαι]], [[ευφυολογώ]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρᾰπελεύομαι Medium diacritics: εὐτραπελεύομαι Low diacritics: ευτραπελεύομαι Capitals: ΕΥΤΡΑΠΕΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: eutrapeleúomai Transliteration B: eutrapeleuomai Transliteration C: eftrapeleyomai Beta Code: eu)trapeleu/omai

English (LSJ)

   A to be witty, ready, Plb.12.16.14, D.S.38/9.7; cj. Dind. for εὐτραπεζευόμενοι, Eust.1053.18.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρᾰπελεύομαι: ἀποθ., εἶμαι εὐτράπελος, ἀστεῖος, εὐφυής, ἤ φέρομαι εὐτραπέλως, ἀστεΐζομαι, εὐφυολογῶ, Πολύβ. 12. 16, 4. Διοδ. Ἐκλογ. 615. 59˙ οὕτως ὁ Δινδ. (ἀντὶ εὐτραπεζεύομαι) ἐν Εὐστ. 1053. 18.

Greek Monolingual

εὐτραπελεύομαι (Α)
ευτράπελος
είμαι ευτράπελος, είμαι αστείος, αστεΐζομαι, ευφυολογώ.