ἐφθαρμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(6_6)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφθαρμένως''': Ἐπίρρ. Παθ. πρκμ., τοῦ [[φθείρω]], Θεολ. Ἀριθμ. σελ. 43.
|lstext='''ἐφθαρμένως''': Ἐπίρρ. Παθ. πρκμ., τοῦ [[φθείρω]], Θεολ. Ἀριθμ. σελ. 43.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐφθαρμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> διεφθαρμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. <i>εφθαρμένος</i> του ρ. <i>φθείρομαι</i>].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφθαρμένως Medium diacritics: ἐφθαρμένως Low diacritics: εφθαρμένως Capitals: ΕΦΘΑΡΜΕΝΩΣ
Transliteration A: ephtharménōs Transliteration B: ephtharmenōs Transliteration C: eftharmenos Beta Code: e)fqarme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. Pass., (φθείρω)

   A corrupily, Theol.Ar.43.

German (Pape)

[Seite 1118] verderbt, Theol. arithm. p. 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφθαρμένως: Ἐπίρρ. Παθ. πρκμ., τοῦ φθείρω, Θεολ. Ἀριθμ. σελ. 43.

Greek Monolingual

ἐφθαρμένως (Α)
επίρρ. διεφθαρμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εφθαρμένος του ρ. φθείρομαι].