ἐχήνια: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(6_21)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχήνια''': τά, [[μέρος]] χαλινοῦ, [[ἴσως]] [[τοπικός]] τις [[τύπος]] τοῦ [[ἐχῖνος]] (V), Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 23, ἴδε Böckh 1, σ. 237.
|lstext='''ἐχήνια''': τά, [[μέρος]] χαλινοῦ, [[ἴσως]] [[τοπικός]] τις [[τύπος]] τοῦ [[ἐχῖνος]] (V), Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 23, ἴδε Böckh 1, σ. 237.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐχήνια]], τὰ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[μέρος]] του χαλινού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> <span style="color: red;">+</span> [[ηνία]]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχήνια Medium diacritics: ἐχήνια Low diacritics: εχήνια Capitals: ΕΧΗΝΙΑ
Transliteration A: echḗnia Transliteration B: echēnia Transliteration C: echinia Beta Code: e)xh/nia

English (LSJ)

τά,

   A part of a bridle or bit, IG22.1388.74, 1464.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχήνια: τά, μέρος χαλινοῦ, ἴσως τοπικός τις τύπος τοῦ ἐχῖνος (V), Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 23, ἴδε Böckh 1, σ. 237.

Greek Monolingual

ἐχήνια, τὰ (Α)
επιγρ. μέρος του χαλινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχω + ηνία].