ζωοτεχνία: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(16) |
(No difference)
|
Revision as of 07:16, 29 September 2017
Greek Monolingual
η
ζωολ. εφαρμοσμένη επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η μελέτη τών συνθηκών και τών μεθόδων εκτροφής και αναπαραγωγής τών παραγωγικών ζώων κατά τρόπο επωφελή για τον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zootechny < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [ΙΙ]) + techny (πρβλ. -τεχνία < -τεχνης < τέχνη)].