ἡμιδανάκη: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(6_9) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμιδανάκη''': ἡ, [[ἡμίσεια]] [[δανάκη]] ἵδε Ruhnk. Τιμ. ἐν λ. [[ἡμεδαπός]]· ὑποκορ, -ιον, τό, Ἡσύχ. | |lstext='''ἡμιδανάκη''': ἡ, [[ἡμίσεια]] [[δανάκη]] ἵδε Ruhnk. Τιμ. ἐν λ. [[ἡμεδαπός]]· ὑποκορ, -ιον, τό, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμιδανάκη]], ή και [[ἡμιδανάκιον]], το (Α)<br />περσικό [[νόμισμα]], το ήμισυ της δανάκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δανάκη]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
[νᾰ], ἡ,
A half-δανάκη, prob.l. in Theon Prog.13: —Dim. ἡμί-ιον, τό, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιδανάκη: ἡ, ἡμίσεια δανάκη ἵδε Ruhnk. Τιμ. ἐν λ. ἡμεδαπός· ὑποκορ, -ιον, τό, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡμιδανάκη, ή και ἡμιδανάκιον, το (Α)
περσικό νόμισμα, το ήμισυ της δανάκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + δανάκη].