ἡμιδανάκη: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(6_9)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιδανάκη''': ἡ, [[ἡμίσεια]] [[δανάκη]] ἵδε Ruhnk. Τιμ. ἐν λ. [[ἡμεδαπός]]· ὑποκορ, -ιον, τό, Ἡσύχ.
|lstext='''ἡμιδανάκη''': ἡ, [[ἡμίσεια]] [[δανάκη]] ἵδε Ruhnk. Τιμ. ἐν λ. [[ἡμεδαπός]]· ὑποκορ, -ιον, τό, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμιδανάκη]], ή και [[ἡμιδανάκιον]], το (Α)<br />περσικό [[νόμισμα]], το ήμισυ της δανάκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δανάκη]]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιδᾰνάκη Medium diacritics: ἡμιδανάκη Low diacritics: ημιδανάκη Capitals: ΗΜΙΔΑΝΑΚΗ
Transliteration A: hēmidanákē Transliteration B: hēmidanakē Transliteration C: imidanaki Beta Code: h(midana/kh

English (LSJ)

[νᾰ], ἡ,

   A half-δανάκη, prob.l. in Theon Prog.13: —Dim. ἡμί-ιον, τό, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιδανάκη: ἡ, ἡμίσεια δανάκη ἵδε Ruhnk. Τιμ. ἐν λ. ἡμεδαπός· ὑποκορ, -ιον, τό, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡμιδανάκη, ή και ἡμιδανάκιον, το (Α)
περσικό νόμισμα, το ήμισυ της δανάκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + δανάκη].