ἡμίχλωρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(6_17)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίχλωρος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[πράσινος]], Γλωσσ.
|lstext='''ἡμίχλωρος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[πράσινος]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίχλωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ [[χλωρός]], ο μισοπράσινος.
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίχλωρος Medium diacritics: ἡμίχλωρος Low diacritics: ημίχλωρος Capitals: ΗΜΙΧΛΩΡΟΣ
Transliteration A: hēmíchlōros Transliteration B: hēmichlōros Transliteration C: imichloros Beta Code: h(mi/xlwros

English (LSJ)

ον,

   A half-green, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίχλωρος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πράσινος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡμίχλωρος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ χλωρός, ο μισοπράσινος.