ηνιόστροφος: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(No difference)
|
(16) |
(No difference)
|
ἡνιόστροφος, -ον (Α)
αυτός που οδηγείται με ηνία, με χαλινούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + -στροφος (< στρό-φος < στρέφω), πρβλ. αγχί-στροφος «αυτός που στρέφεται γρήγορα»].