θαλασσόχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(16)
(No difference)

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο και θαλασσόχρους, -ουν
αυτός που έχει το χρώμα της θάλασσας, γαλαζοπράσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό-χρωμος, πολύ-χρωμος].