θαλασσόχρους
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
-ουν (Μ θαλασσόχρους, -ουν και -οος, -οον)
ο θαλασσόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -χροος (< χρως «χρώμα»), πρβλ. άχρους, μελάγχρους. Ο μσν. τ. θαλασσόχροος μαρτυρείται ασυναίρετος].