θορικός: Difference between revisions
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
(6_10) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν σπόρον, πόροι θ., Λατ. ductus seminales, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 14, 3, κ. ἀλλ.· τὰ θορικά, partes seminales, αυτόθι 3. 5, 4. | |lstext='''θορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν σπόρον, πόροι θ., Λατ. ductus seminales, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 14, 3, κ. ἀλλ.· τὰ θορικά, partes seminales, αυτόθι 3. 5, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θορικός]], -ή, -όν (Α) [[θορός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανδρικό [[σπέρμα]], αυτός που περιέχει σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θορικά</i><br />τα μόρια που περιέχουν [[σπέρμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the semen, πόροι θ. ductus seminales, Arist. GA720b13, al.; [τὰ] θορικά partes seminales, ib.755b20; τροφὴ θ. Ruf. Sat.Gon.12.
German (Pape)
[Seite 1214] zum Saamen gehörig, ihn enthaltend, πόρος, Saamengang, Arist. H. A. 4, 2 u. öfter; Ath. VII, 315 a.
Greek (Liddell-Scott)
θορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν σπόρον, πόροι θ., Λατ. ductus seminales, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 14, 3, κ. ἀλλ.· τὰ θορικά, partes seminales, αυτόθι 3. 5, 4.
Greek Monolingual
θορικός, -ή, -όν (Α) θορός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανδρικό σπέρμα, αυτός που περιέχει σπόρο
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ θορικά
τα μόρια που περιέχουν σπέρμα.