θορόεις: Difference between revisions
From LSJ
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
(6_8) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θορόεις''': εσσα, εν, ἐν ἐμβρύῳ, ἐν σπέρματι, [[βρέφος]] θ. Ὀππ. Κυν. 3. 522. | |lstext='''θορόεις''': εσσα, εν, ἐν ἐμβρύῳ, ἐν σπέρματι, [[βρέφος]] θ. Ὀππ. Κυν. 3. 522. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θορόεις]], -εσσα, -εν (Α) [[θορός]]<br />αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] σχηματιστεί, αυτός που [[είναι]] [[σπέρμα]], [[έμβρυο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A in embryo, βρέφος θ. Opp.C.3.522.
German (Pape)
[Seite 1215] εσσα, εν, saamenartig, noch im Keime, unentwickelt, βρέφος Opp. Cyn. 3, 522.
Greek (Liddell-Scott)
θορόεις: εσσα, εν, ἐν ἐμβρύῳ, ἐν σπέρματι, βρέφος θ. Ὀππ. Κυν. 3. 522.
Greek Monolingual
θορόεις, -εσσα, -εν (Α) θορός
αυτός που δεν έχει ακόμη σχηματιστεί, αυτός που είναι σπέρμα, έμβρυο.