θυμοβολώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(17)
(No difference)

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Greek Monolingual

θυμοβολῶ, -έω (Μ)
προσβάλλω κάποιον βίαια, επιτίθεμαι ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βολώ (< -βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο-βολώ, λιθο-βολώ].