Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
θυμοβολῶ, -έω (Μ)
προσβάλλω κάποιον βίαια, επιτίθεμαι ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βολώ (< -βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο-βολώ, λιθο-βολώ].