Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(17) |
(No difference)
|
ο, θηλ. ιδιοκτήτρια
αυτός που έχει στην κατοχή του δική του περιουσία, ο κτήτορας κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο- + -κτήτης (< κτώμαι), πρβλ. πλοιο-κτήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλ. Παπαδόπουλο].