κτώμαι
Greek Monolingual
-άομαι (AM κτῶμαι, κτάομαι, Α ιων. τ. κτέομαι)
1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ' ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ.
β. «πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τ'άγαθά τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι», Δημοσθ.)
2. (ως παθ.) αποκτώμαι, περιέρχομαι στην κατοχή κάποιου (α. «τὰ καλὰ κόποις κτῶνται» β. «οὐ γάρ δίκαιον ἅ τῄ άπορίᾳ έκτήθη τῇ περιουσίᾳ ἀπολέσαι», Θουκ.)
3. (ο παρακμ. με σημ. ενεστ.) κέκτημαι ή ἔκτημαι
έχω, κατέχω (α. «κεκτημένα δικαιώματα»
«κεκτημένη ταχύτητα» — η ταχύτητα που έχει ένα σώμα σε ορισμένη στιγμή
γ. «στρατὸν πλεῖστον ἐκτημένοι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (για ίππο) κερδίζω ως βραβείο
2. (για κακά και δυστυχήματα) επισύρω εναντίον μου (ὧν γὰρ ἠράσθη τυχεῖν ἐκτήσαθ' αὑτῷ», Σοφ.)
3. υποπίπτω σε κάτι («τοιοῖσδέ τοι λόγοισιν ἀστεργῆ θεᾱς ἐκτήσατ' ὀργήν», Σοφ.)
4. (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ὁ κεκτημένος
α) (σχετικά με δούλους) ο κύριος, ο κάτοχος
β) ο σύζυγος
5. (το θηλ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ κεκτημένη
η κυρία, η δέσποινα
6. φρ. α) «κτῶμαι τὴν εὔνοιάν τινος» ή «κτῶμαι χάριν ἀπό τινος» — κερδίζω την εύνοια κάποιου
β) «κτῶμαι τέκνα» — τεκνοποιώ
γ) «κτῶμαί τινα πολέμιον» — κάνω κάποιον εχθρό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο. ενεστ. τ. κτῶμαι είναι υστερογενής και στον Όμηρο απαντά μόνο στον αόρ. (ἐκτησάμην) και στον παρακμ. (ἔκτημαι). Το θ. κτη- που εμφανίζουν οι ρηματικοί τ. πλην του ενεστωτικού ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα ktē(i)- «κατέχω, έχω αρμοδιότητα και εξουσία κάποιου πράγματος». Η λ. κτῶμαι συνδέεται πιθ. με το κτίζω (< IE ktei- «ιδρύω, εγκαθίσταμαι»). Η σύνδεση του ενεστ. τ. κτῶμαι με το αρχ. ινδ. ksayati «είμαι κύριος, διοικώ» παραμένει αναπόδεικτη, κυρίως λόγω της όψιμης μαρτυρίας του κτῶμαι. Το ρ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε κύρια ονόματα με τη μορφή κτησι- (πρβλ. Κτησιμένης, Κτησιφών), από τα οποία προήλθαν ορισμένα χαϊδευτικά (πρβλ. Κτησίας, Κτησώ)
απαντά επίσης και ως β' συνθετικό με τις μορφές -κτητος (πρβλ. πολύκτητος, Επίκτητος) και -κτήτης (πρβλ. Φιλοκτήτης). Στους μτγν. χρόνους σχηματίστηκε από το κτῶμαι τ. της ενεργητικής φωνής κτώ, που σπανίως απαντά απλό, ενώ είναι συχνό στη Νέα Ελληνική ως σύνθετο (πρβλ. αποκτώ, κατακτώ).
ΠΑΡ. κτήνος, κτήμα, κτήση(-ις), κτήτορας(-ωρ)
αρχ.
κτέανον, κτέαρ, κτεάτειρα, κτητός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) α) -κτωμαι: αρχ. ανακτώμαι, αποκτώμαι, εγκτώμαι, εισκτώμαι, επανακτώμαι, επικτώμαι, κατακτώμαι, παρακτώμαι, περικτώμαι, προκτώμαι, προσανακτώμαι, προσεπικτώμαι, προσκατακτώμαι, προσκτώμαι, συγκατακτώμαι, συγκτώμαι, υπερκτώμαι. β) -κτω: μσν.-νεοελλ. αποκτώ
νεοελλ.
ανακτώ, επανακτώ, κατακτώ, προσαποκτώ].