ίληξ: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(17) |
(No difference)
|
Revision as of 07:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη κηλαστρώδη, οικογένεια ακονιφολιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ilex].