ἱππαΐς: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(6_12)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππαΐς''': ΐδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ ἱππηΐς, θηλ., τοῦ ἱππικὸς ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4935b.
|lstext='''ἱππαΐς''': ΐδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ ἱππηΐς, θηλ., τοῦ ἱππικὸς ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4935b.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱππαΐς]], -ΐδος, ἡ (Α) [[ίππος]]<br />(δωρ. τ. [[αντί]] <i>ίππηΐς</i>) <b>επιγρ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἱππαΐς]] πόρπα» — [[πόρπη]] η οποία συγκρατούσε το [[ιμάτιο]] Ρωμαίου πολίτη που ανήκε στους ιππείς.
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππᾱΐς Medium diacritics: ἱππαΐς Low diacritics: ιππαΐς Capitals: ΙΠΠΑΪΣ
Transliteration A: hippaḯs Transliteration B: hippais Transliteration C: ippais Beta Code: i(ppai/+s

English (LSJ)

ΐδος, ἡ, hyperdor. for ἱππηΐς, fem. of

   A ἱππικός 1.3, of a knight, πόρπα, i.e. fibula which fastened the trabea of a Roman eques, Epigr.Gr.985.1 (Philae).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαΐς: ΐδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ ἱππηΐς, θηλ., τοῦ ἱππικὸς ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4935b.

Greek Monolingual

ἱππαΐς, -ΐδος, ἡ (Α) ίππος
(δωρ. τ. αντί ίππηΐς) επιγρ. φρ. «ἱππαΐς πόρπα» — πόρπη η οποία συγκρατούσε το ιμάτιο Ρωμαίου πολίτη που ανήκε στους ιππείς.