Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
(17) |
(No difference)
|
ἱμαντώδης, -ες (Α)
1. α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με λουρί, ο στερεός και ευλύγιστος
β) αυτός που μοιάζει με σχοινί
2. (για αθλητές) νευρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -ώδης (πρβλ. θυελλ-ώδης, ογκ-ώδης)].