ιμαντώδης: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
(17)
(No difference)

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἱμαντώδης, -ες (Α)
1. α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με λουρί, ο στερεός και ευλύγιστος
β) αυτός που μοιάζει με σχοινί
2. (για αθλητές) νευρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -ώδης (πρβλ. θυελλ-ώδης, ογκ-ώδης)].