ἱμαντώδης
From LSJ
English (LSJ)
ἱμαντῶδες,
A fibrous, of the hair, Pl.Ti.76c; φλοιός, κλῶνες, Dsc.1.84, 3.15; of asbestos, Id.5.138.
2 of hair, ropy, Gal.1.615; of the uvula when diseased, Id.10.988.
II sinewy, wiry, of athletes, Philostr. Gym.37.
German (Pape)
[Seite 1252] ες, riemenartig, Plat. Tim. 76 c u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à une courroie.
Étymologie: ἱμάς, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἱμαντώδης: (ῐ) ремнеобразный, жесткий, как кожа (θρίξ Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ἱμάντα, Πλάτ. Τίμ. 76C, Διοσκ. 2. 201, Ἡσύχ. ἐν λ. λύγος· ― συγκριτ. ἱμαντωδέστερος Διοσκ. Β. 201.
Greek Monolingual
ἱμαντώδης, -ες (Α)
1. α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με λουρί, ο στερεός και ευλύγιστος
β) αυτός που μοιάζει με σχοινί
2. (για αθλητές) νευρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -ώδης (πρβλ. θυελλώδης, ογκώδης)].