ἱστοριώδης: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(6_7) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱστοριώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς ἱστορίαν, λέξεις ἱστοριώδεις Τζέτζ. Ἱστ. 4, ἐπιγρ. εἰς στ. 781, κτλ. | |lstext='''ἱστοριώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς ἱστορίαν, λέξεις ἱστοριώδεις Τζέτζ. Ἱστ. 4, ἐπιγρ. εἰς στ. 781, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱστοριώδης]], -ες (Μ) [[ιστορία]]<br />όμοιος με [[ιστορία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like history, Tz.H.8 No. 231 tit.
German (Pape)
[Seite 1271] ες, geschichtsartig, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστοριώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ἱστορίαν, λέξεις ἱστοριώδεις Τζέτζ. Ἱστ. 4, ἐπιγρ. εἰς στ. 781, κτλ.
Greek Monolingual
ἱστοριώδης, -ες (Μ) ιστορία
όμοιος με ιστορία.