ἰσχόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(6_12) |
(18) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχόφωνος''': ἴδε [[ἰσχνόφωνος]] ΙΙ. | |lstext='''ἰσχόφωνος''': ἴδε [[ἰσχνόφωνος]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσχόφωνος]], -ον (Α)<br />[[ισχνόφωνος]], [[τραυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴσχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>φωνος</i>, <i>ισχνό</i>-<i>φωνος</i><br />στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως [[άλλος]] τ. του επιθ. [[ἰσχνόφωνος]], πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες δημιουργήθηκε [[σύγχυση]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1273] v. l. für ἰσχνόφωνος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχόφωνος: ἴδε ἰσχνόφωνος ΙΙ.
Greek Monolingual
ἰσχόφωνος, -ον (Α)
ισχνόφωνος, τραυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, ισχνό-φωνος
στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως άλλος τ. του επιθ. ἰσχνόφωνος, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες δημιουργήθηκε σύγχυση].