Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(18) |
(No difference)
|
ἰχθύβοτος, -ον (Α)
περιοχή που τρέφει ψάρια, τόπος όπου βόσκουν τα ψάρια, επειδή βρίσκουν άφθονη τροφή («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. βού-βοτος, ιππό-βοτος].