ισχνογάστωρ: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
(No difference)
|
(18) |
(No difference)
|
ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α)
(για άλογο) αυτός που έχει ισχνή τη γαστέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ-γάστωρ, μεγαλο-γάστωρ].