ισχνογάστωρ: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(18)
(No difference)

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α)
(για άλογο) αυτός που έχει ισχνή τη γαστέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ-γάστωρ, μεγαλο-γάστωρ].