καθαριστής: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(7)
 
(18)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kaqaristh/s
|Beta Code=kaqaristh/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tree-pruner</b>, Gloss.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tree-pruner</b>, Gloss.</span>
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. καθαρίστρια (Α [[καθαριστής]]) [[καθαρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το [[καθάρισμα]] σπιτιού, γραφείου κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κλαδεύει τα δέντρα.
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαριστής Medium diacritics: καθαριστής Low diacritics: καθαριστής Capitals: ΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: katharistḗs Transliteration B: katharistēs Transliteration C: katharistis Beta Code: kaqaristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A tree-pruner, Gloss.

Greek Monolingual

ο, θηλ. καθαρίστρια (Α καθαριστής) καθαρίζω
νεοελλ.
αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το καθάρισμα σπιτιού, γραφείου κ.λπ.
αρχ.
αυτός που κλαδεύει τα δέντρα.