καθαριστής: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
(18) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kaqaristh/s | |Beta Code=kaqaristh/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">tree-pruner</b>, Gloss.</span> | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">tree-pruner</b>, Gloss.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. καθαρίστρια (Α [[καθαριστής]]) [[καθαρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το [[καθάρισμα]] σπιτιού, γραφείου κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κλαδεύει τα δέντρα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A tree-pruner, Gloss.
Greek Monolingual
ο, θηλ. καθαρίστρια (Α καθαριστής) καθαρίζω
νεοελλ.
αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το καθάρισμα σπιτιού, γραφείου κ.λπ.
αρχ.
αυτός που κλαδεύει τα δέντρα.