καθημέραν: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(6_6)
(18)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθημέραν''': Ἐπίρρ., βέλτιον [[διῃρημένως]]: καθ’ ἡμέραν, τῆς [[καθημέραν]] διαίτης, τῆς καθημερινῆς, Πλάτ. Ἐπιστ. 11. 359Α.
|lstext='''καθημέραν''': Ἐπίρρ., βέλτιον [[διῃρημένως]]: καθ’ ἡμέραν, τῆς [[καθημέραν]] διαίτης, τῆς καθημερινῆς, Πλάτ. Ἐπιστ. 11. 359Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθημέραν]] και καθ' ήμέραν (AM)<br /><b>επίρρ.</b> καθημερινά, [[κάθε]] [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. «<i>καθ</i>' <i>ἡμέραν</i>»].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1285] d. i. καθ' ἡμέραν, täglich, besser getrennt geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

καθημέραν: Ἐπίρρ., βέλτιον διῃρημένως: καθ’ ἡμέραν, τῆς καθημέραν διαίτης, τῆς καθημερινῆς, Πλάτ. Ἐπιστ. 11. 359Α.

Greek Monolingual

καθημέραν και καθ' ήμέραν (AM)
επίρρ. καθημερινά, κάθε μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ' ἡμέραν»].