καθέτης: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(6_15)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθέτης''': ὁ, πιθαν. [[εἶδος]] θύρας καταρρακτῆς [[μετὰ]] σιδηρῶν ὀδόντων, ἣν ἀφίνουσι νὰ πέσῃ κατ’ ἐχθρῶν ἀπειλούντων νὰ εἰσέλθωσιν (ἴδε πτερὸν ΙΙΙ. 9), Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 114.
|lstext='''καθέτης''': ὁ, πιθαν. [[εἶδος]] θύρας καταρρακτῆς [[μετὰ]] σιδηρῶν ὀδόντων, ἣν ἀφίνουσι νὰ πέσῃ κατ’ ἐχθρῶν ἀπειλούντων νὰ εἰσέλθωσιν (ἴδε πτερὸν ΙΙΙ. 9), Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 114.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθέτης]], ὁ (Α) [[καθίημι]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] καταπακτής<br /><b>2.</b> [[βολή]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθέτης Medium diacritics: καθέτης Low diacritics: καθέτης Capitals: ΚΑΘΕΤΗΣ
Transliteration A: kathétēs Transliteration B: kathetēs Transliteration C: kathetis Beta Code: kaqe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, prob.

   A portcullis (v. πτερόν 111.9), Sch. E.Ph.114.    II plummet, Aen.Tact.32.6 cod., Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

καθέτης: ὁ, πιθαν. εἶδος θύρας καταρρακτῆς μετὰ σιδηρῶν ὀδόντων, ἣν ἀφίνουσι νὰ πέσῃ κατ’ ἐχθρῶν ἀπειλούντων νὰ εἰσέλθωσιν (ἴδε πτερὸν ΙΙΙ. 9), Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 114.

Greek Monolingual

καθέτης, ὁ (Α) καθίημι
1. είδος καταπακτής
2. βολή.