καινουργίζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_23) |
(18) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινουργίζω''': καινουργῶ, Μεταγεν. | |lstext='''καινουργίζω''': καινουργῶ, Μεταγεν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καινουργίζω]] (Μ) [[καινουργός]]<br />[[καινουργώ]], [[ανακαινίζω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] καινούργιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του [[καινουργώ]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:20, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
καινουργίζω: καινουργῶ, Μεταγεν.
Greek Monolingual
καινουργίζω (Μ) καινουργός
καινουργώ, ανακαινίζω, καθιστώ κάτι καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του καινουργώ κατά τα ρ. σε -ίζω].