καινουργός

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινουργός Medium diacritics: καινουργός Low diacritics: καινουργός Capitals: ΚΑΙΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: kainourgós Transliteration B: kainourgos Transliteration C: kainourgos Beta Code: kainourgo/s

English (LSJ)

καινουργόν, (ἔργον)
A producing changes, πόλεμος Hld.9.5; κ. βασάνων inventing new tortures, LXX 4 Ma.11.23.
II Pass., τὸ καινουργόν = novelty, Luc.Prom.Es 3; τῶν κολάσεων τὸ πρὸς ὠμότητα κ. Id.Cat.26.

German (Pape)

[Seite 1295] = καινουργής; τὸ καινουργὸν καὶ μὴ πρός τι ἄλλο ἀρχέτυπον μεμιμημένον Luc. Prom. 3. – Auch = Neues hervorbringend, πόλεμος Hel. 9, 5.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
fait à neuf, innové.
Étymologie: καινός, ἔργον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινουργός -όν [καινός, ἔργον] vernieuwend, subst. ὁ κ. de uitvinder; τὸ καινουργόν = de inventiviteit.

Russian (Dvoretsky)

καινουργός: IIизобретатель, создатель (τῶν σοφῶν ἀρεσκευμάτων Plut.).
впервые созданный, новый (sc. ἔργον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

καινουργός: -όν, (ἔργω) καινὰ ἐπεργαζόμενος, παράγων μεταβολάς, πόλεμος Ἡλιόδ. 9. 5· καινουργὸς βασάνων, ἐφευρίσκων νέας βασάνους, Ἰώσηπος εἰς Μακκ. 11. 23. ΙΙ. Παθ., τὸ καινουργόν, νέον τι, ἀσύνηθες, Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγ. 3· τῶν κολάσεων τὸ πρὸς ὠμότητα καιν. ὁ αὐτ. ἐν Κατάπλ. 26.

Greek Monolingual

καινουργός, -όν (Α)
1. αυτός που κάνει αλλαγές, που δημιουργεί ή φέρνει καινούργια πράγματα («καινουργὸς βασάνων», ΠΔ)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καινουργόν
το νέο, το καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καιν-ουργ-ής, κατά τα αρσενικά σε -ος].

Greek Monotonic

καινουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που προκαλεί μεταβολές, που επισύρει αλλαγές, τὸ κ., νεωτερισμός, καινοτομία, κάτι το μη συνηθισμένο, σε Λουκ.

Middle Liddell

καιν-ουργός, [*ἔργω
producing changes: τὸ κ. a novelty, Luc.

Translations

inventor

Arabic: مُخْتَرِع‎, مُبْتَكِر‎; Armenian: գյուտարար; Belarusian: вынаходнік, вынаходніца; Bulgarian: изобретател, откривател; Catalan: inventor, inventora; Chinese Mandarin: 發明家/发明家; Czech: vynálezce; Dutch: uitvinder; Esperanto: inventisto, inventistino; Finnish: keksijä; French: inventeur, inventrice; Galician: inventor; German: Erfinder, Erfinderin; Ancient Greek: δραματουργός, ἐπινοητής, εὑρέσιος, εὑρετής, εὑρέτις, ἐφευρετής, καινοποιητής, καινουργός, μηχανιώτης, πλαστουργός, ποιητής, συγκαττυστής; Hungarian: feltaláló; Irish: aireagóir; Italian: inventore, inventrice, ideatore; Japanese: 発明者; Kazakh: өнертапқыш; Latin: inventor, inventrix, repertor; Mongolian: зохион бүтээгч, ᠵᠣᠬᠢᠶᠠᠨ; ᠪᠦᠲᠦᠭᠡᠭᠴᠢ; Norwegian Bokmål: oppfinner; Persian: مخترع‎; Polish: wynalazca, wynalazczyni; Portuguese: inventor, inventora; Russian: изобретатель, изобретательница; Spanish: inventor, inventora, inventriz; Swedish: uppfinnare; Thai: นักประดิษฐ์; Turkish: mucit; Ukrainian: винахі́дник, винахі́дниця; Uyghur: كەشپىياتچى‎; Volapük: datuvan, hidatuvan, jidatuvan