κακομορφία: Difference between revisions

From LSJ

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
(6_10)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακομορφία''': ἡ, κακὴ [[μορφή]], ἀσχημία, Γλωσσ.
|lstext='''κακομορφία''': ἡ, κακὴ [[μορφή]], ἀσχημία, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[κακομορφία]]) [[κακόμορφος]]<br />(το αρχ. ως σχόλ. στη λ. [[δυσχλαινία]] του <b>Ευρ.</b>) κακή [[μορφή]], [[δυσμορφία]], ασχήμια.
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομορφία Medium diacritics: κακομορφία Low diacritics: κακομορφία Capitals: ΚΑΚΟΜΟΡΦΙΑ
Transliteration A: kakomorphía Transliteration B: kakomorphia Transliteration C: kakomorfia Beta Code: kakomorfi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ill shape, ugliness, Gloss.; gloss on δυσχλαινία, Sch.E.Hec.240.

Greek (Liddell-Scott)

κακομορφία: ἡ, κακὴ μορφή, ἀσχημία, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η (Α κακομορφία) κακόμορφος
(το αρχ. ως σχόλ. στη λ. δυσχλαινία του Ευρ.) κακή μορφή, δυσμορφία, ασχήμια.