κακοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
(6_7) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκοειδής''': -ές, κακὴν μορφὴν ἔχων, ἄσχημος, [[δυσειδής]], Δίων Κ. 78. 9. | |lstext='''κᾰκοειδής''': -ές, κακὴν μορφὴν ἔχων, ἄσχημος, [[δυσειδής]], Δίων Κ. 78. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει κακή όψη, [[άσχημος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A ill-featured, D.C.78.9 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1300] ές, von schlechtem Ansehen, häßlich, D. Cass. 78, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοειδής: -ές, κακὴν μορφὴν ἔχων, ἄσχημος, δυσειδής, Δίων Κ. 78. 9.
Greek Monolingual
κακοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακή όψη, άσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ειδής (< εἶδος.