Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(6_7)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκοειδής''': -ές, κακὴν μορφὴν ἔχων, ἄσχημος, [[δυσειδής]], Δίων Κ. 78. 9.
|lstext='''κᾰκοειδής''': -ές, κακὴν μορφὴν ἔχων, ἄσχημος, [[δυσειδής]], Δίων Κ. 78. 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει κακή όψη, [[άσχημος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοειδής Medium diacritics: κακοειδής Low diacritics: κακοειδής Capitals: ΚΑΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kakoeidḗs Transliteration B: kakoeidēs Transliteration C: kakoeidis Beta Code: kakoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A ill-featured, D.C.78.9 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1300] ές, von schlechtem Ansehen, häßlich, D. Cass. 78, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοειδής: -ές, κακὴν μορφὴν ἔχων, ἄσχημος, δυσειδής, Δίων Κ. 78. 9.

Greek Monolingual

κακοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακή όψη, άσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ειδής (< εἶδος.